Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῶν ζῳδίων

См. также в других словарях:

  • εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… …   Dictionary of Greek

  • ωροσκόπιο — Μέθοδος με την οποία οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι μπορούν να μαντέψουν το μέλλον ενός ατόμου, με βάση την τοποθέτηση των πλανητών τη στιγμή της γέννησής του. Τα ω. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και βασίζονται στην επιρροή την οποία ασκούν… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιωτόπουλος, IM — (Ιωάννης Μιχαήλ, Aιτωλικό 1901 – Aθήνα 1982). Συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και, αργότερα, διετέλεσε διευθυντής δικής του σχολής (Ελληνικό Εκπαιδευτήριο, Π. Ψυχικό).… …   Dictionary of Greek

  • Hypsiclès — d Alexandrie (né vers 190, mort vers 120) est un astronome et mathématicien de la Grèce antique. Il est connu pour être l auteur de De ascensionibus et du livre XIV apocryphe des Éléments d Euclide et qui a pour objet le dodécaèdre et l… …   Wikipédia en Français

  • ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • μετέμβασις — μετέμβασις, ἡ (Α [μετεμβαίνω] μετάβαση, πέρασμα, μετατόπιση σε άλλο σημείο («μετεμβάσεις ἐκ τῶν ζῳδίων», Βέττ. Βαλ.) …   Dictionary of Greek

  • Hipparque (astronome) — Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance 190 Nicée …   Wikipédia en Français

  • Hipparque de Nicée — Hipparque (astronome) Pour les articles homonymes, voir Hipparque. Hipparque Naissance …   Wikipédia en Français

  • MAEOTIS — palus Scythica, iuxta Tanais ostium, Cimmerio Bosphoro a Ponto Euxino discreta, ita dicta ab accolis, qui Maeotae appellantur. Lucan. l. 3. v. 277. Quaque fretum torrens Maeotidis egerit undas. Hinc Maeoticus. Virgil. Aen. 6. v. 798. Iam nunc et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»